- καπελάδικο
- το κατάστημα όπου κατασκευάζονται, επιδιορθώνονται ή πουλιούνται καπέλα, πιλοποιείο: Είναι στο καπελάδικο και προβάρει καπέλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπελάδικο — το κατάστημα κατασκευής, επιδιόρθωσης ή πώλησης καπέλων … Dictionary of Greek
πιλοποιείο — το, Ν εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής πίλων, καπελάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
πιλοπωλείο — το, Ν κατάστημα πώλησης πίλων, καπελάδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίλος «καπέλο» + πωλείο (< πώλης < πωλώ). Η λ., στον λόγιο τ. πιλοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
πιλοποιείο — το εργοστάσιο ή εργαστήρι κατασκευής καπέλων, καπελάδικο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)